απειρητος

απειρητος
    ἀπείρητος
    эп.-ион. = ἀπείρατος См. απειρατος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απειρητος" в других словарях:

  • ἀπείρητος — without trial masc nom sg ἀπείρητος without trial masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απείρητος — ἀπείρητος κ. ατός, ον (Α) [πειρώμαι] Ι. ενεργ. 1. αυτός που δεν έχει επιχειρήσει, δεν έχει δοκιμάσει κάτι 2. αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, που δεν έχει πείρα για κάτι, ο άπειρος II. παθ. αυτός που δεν έχει επιχειρηθεί, που δεν έχει δοκιμαστεί …   Dictionary of Greek

  • ἀπειρήτως — ἀπείρητος without trial adverbial ἀπείρητος without trial masc acc pl (doric) ἀπείρητος without trial adverbial ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπείρητον — ἀπείρητος without trial masc acc sg ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc sg ἀπείρητος without trial masc/fem acc sg ἀπείρητος without trial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρήτων — ἀπείρητος without trial fem gen pl ἀπείρητος without trial masc/neut gen pl ἀπείρητος without trial masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρήτοιο — ἀπείρητος without trial masc/neut gen sg (epic) ἀπείρητος without trial masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρήτοις — ἀπείρητος without trial masc/neut dat pl ἀπείρητος without trial masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρήτοισι — ἀπείρητος without trial masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀπείρητος without trial masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρήτοισιν — ἀπείρητος without trial masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀπείρητος without trial masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρήτου — ἀπείρητος without trial masc/neut gen sg ἀπείρητος without trial masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειρήτους — ἀπείρητος without trial masc acc pl ἀπείρητος without trial masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»